αιτηματωδης

αιτηματωδης
    αἰτηματώδης
    αἰτημᾰτ-ώδης
    2
    филос. принимаемый в виде необходимого предположения, имеющий характер постулата Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αιτηματωδης" в других словарях:

  • αιτηματώδης — αἰτηματώδης, ες (Α) [αἴτημα] ο όμοιος με αίτημα …   Dictionary of Greek

  • αἰτηματῶδες — αἰτηματώδης question begging masc/fem voc sg αἰτηματώδης question begging neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίτημα — Ό,τι ζητά κανείς, η απαίτηση. (Μαθημ., Φυσ.) Θεμελιώδης πρόταση που μπορεί με τη βοήθεια υποθέσεων και ορισμών να χρησιμεύσει ως βάση για την οικοδόμηση μιας θεωρίας ή για την εξήγηση μιας σειράς πράξεων ή φαινομένων. Το α., σε αντίθεση με το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»